- βλαχοδήμαρχος
- ομτφ., άξεστος, αγροίκος, χοντροκομμένος: Η κόρη τους παντρεύτηκε ένα βλαχοδήμαρχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλαχοδήμαρχος — ο 1. δήμαρχος μικρού χωριού που κατοικείται από βλάχους 2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού 3. νεόπλουτος χωριάτης με άξεστους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + δήμαρχος. Η λ. στον πληθ., βλαχοδήμαρχοι, οι, μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek